- αγαόν
- (agaon).Γένος εντόμων που ζουν στις δυτικές ακτές της Αμερικής. Έχουν θαυμάσια στολίδια στα φτερά τους και σε αυτό οφείλεται η ονομασία που τους δόθηκε (αγαός = θαυμαστός). To γένος λέγεται και αγαυόν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.